- ἰθαιγενής
- ἰθαγενήςborn in lawful wedlockmasc/fem nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιθαγενής — ές (ΑΜ ἰθαγενής, ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής) αυτός που κατάγεται από τη χώρα στην οποία κατοικεί, αυτόχθονος, ντόπιος αρχ. 1. αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόμιμος 2. γνήσιος («ἰθαγενὲς χρυσίον» γνήσιος χρυσός) 3. φρ. «ἰθαγενὲς κύημα»… … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
e-3, ei-, i-, fem. ī- (*ḫeĝ(h)om) — e 3, ei , i , fem. ī (*ḫeĝ(h)om) English meaning: this, etc. (demonstrative stem); one Note: Root e 3, ei , i , fem. ī : “this, etc. (demonstrative stem); one” derived from the reduced Root eĝ , eĝ(h)om, eĝō : “I”. Indic languages … Proto-Indo-European etymological dictionary